συλλαβογραφία

συλλαβογραφία
η, Ν
γλωσσ. σύστημα γραφής κατά το οποίο κάθε σύμβολο παριστάνει ολόκληρη συλλαβή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συλλαβή + -γραφιά (< -γράφος < γράφω). Η λ. μαρτυρείται από το 1898 στον Γ. Ν. Χατζιδάκι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • συλλαβογραφία — η σύστημα γραφής όπου κάθε σύμβολο παρασταίνει μια συλλαβή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συλλαβικός — ή, ό / συλλαβικός, ή, όν, ΝΑ [συλλαβή] γραμμ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη συλλαβή («συλλαβική γραφή» συλλαβογραφία) νεοελλ. φρ. «συλλαβική αύξηση» 1. γραμμ. αύξηση κατά μία συλλαβή στους ιστορικούς χρόνους ορισμένων ρημάτων 2. «συλλαβικό… …   Dictionary of Greek

  • συλλαβογραφικός — ή, ό, Ν [συλλαβογραφία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη συλλαβογραφία …   Dictionary of Greek

  • -γραφία — β συνθετικό θηλ. ουσιαστικών τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής από τα οποία τα περισσότερα προέρχονται από αντίστοιχα σύνθετα σε γράφος* και δηλώνουν: α) τρόπο γραφής ή εκτυπώσεως (πρβλ. δακτυλογραφία, στενογραφία κ.ά.) β) είδος… …   Dictionary of Greek

  • συλλαβογραφικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στη συλλαβογραφία: Στους αρχαίους χρόνους χρησιμοποιήθηκαν συλλαβογραφικά συστήματα γραφής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”